τσέτουλα

τσέτουλα
η
(λ. ιταλ.)
1. μικρό ξύλο, όπου παλιότερα σημείωναν με εγκοπές την πίστωση, το βερεσέ. 2. ως επίρρ., χωρίς πληρωμή, σελέμικα: Ήταν λαθρεπιβάτης, ταξίδεψε τσέτουλα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τσέτουλα — η, Ν 1. μικρό ξύλο στο οποίο σημειώνονταν άλλοτε με εγκοπές οι επί πιστώσει αγορές τροφίμων 2. (χωρίς άρθρ. ως επίρρ.) τσέτουλα χωρίς πληρωμή 3. φρ. α) «έκοψα τσέτουλα» δεν πλήρωσα αντίτιμο προμήθειας ή αμοιβή εργασίας β) «με την τσέτουλα τά… …   Dictionary of Greek

  • εγκοπίδα — η κοντός ξύλινος πήχυς σχισμένος κατά μήκος στα δύο, όπου σημείωναν παλιότερα με εγκοπές τις δοσοληψίες ανάμεσα στους συναλλασσόμενους, τσέτουλα …   Dictionary of Greek

  • κόκα — Θάμνος της οικογένειας των ερυθροξυλίδων, το ύψος του οποίου φτάνει τα 3 μ. Η επιστημονική ονομασία του είναι ερυθρόξυλο η κ. (Erythroxylon coca). Τα φύλλα του είναι πλατιά, ελλειπτικά ή ωοειδή, ενώ τα άνθη του –τα οποία φύονται στις μασχάλες των …   Dictionary of Greek

  • σκύταλος — ο, ΝΜ νεοελλ. (νομ.) παρωχημένο αυτοσχέδιο λαϊκό όργανο πιστοχρεώσεων, που ήταν επίμηκες ξύλινο στέλεχος, στο οποίο οι συναλλασσόμενοι χάραζαν με αιχμηρό όργανο έτσι ώστε κάθε χαρακιά να αντιστοιχεί σε συγκεκριμένη δοσοληψία προκαθορισμένης… …   Dictionary of Greek

  • σύμβολο — το / σύμβολον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμβολον και σύββολον Α 1. παραστατικό σημείο, έμψυχο ον ή πράγμα που αντιπροσωπεύει κατά σύμβαση ορισμένη έννοια, τής οποίας αποτελεί την εικόνα, το χαρακτηριστικό γνώρισμα, το έμβλημα (α. «ο σταυρός είναι το… …   Dictionary of Greek

  • τσέτουλος — η, ο, Ν [τσέτουλα] φρ. «έμεινα τσέτουλος» έμεινα χωρίς χρήματα, έμεινα άφραγκος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”