τσέτουλα — η, Ν 1. μικρό ξύλο στο οποίο σημειώνονταν άλλοτε με εγκοπές οι επί πιστώσει αγορές τροφίμων 2. (χωρίς άρθρ. ως επίρρ.) τσέτουλα χωρίς πληρωμή 3. φρ. α) «έκοψα τσέτουλα» δεν πλήρωσα αντίτιμο προμήθειας ή αμοιβή εργασίας β) «με την τσέτουλα τά… … Dictionary of Greek
εγκοπίδα — η κοντός ξύλινος πήχυς σχισμένος κατά μήκος στα δύο, όπου σημείωναν παλιότερα με εγκοπές τις δοσοληψίες ανάμεσα στους συναλλασσόμενους, τσέτουλα … Dictionary of Greek
κόκα — Θάμνος της οικογένειας των ερυθροξυλίδων, το ύψος του οποίου φτάνει τα 3 μ. Η επιστημονική ονομασία του είναι ερυθρόξυλο η κ. (Erythroxylon coca). Τα φύλλα του είναι πλατιά, ελλειπτικά ή ωοειδή, ενώ τα άνθη του –τα οποία φύονται στις μασχάλες των … Dictionary of Greek
σκύταλος — ο, ΝΜ νεοελλ. (νομ.) παρωχημένο αυτοσχέδιο λαϊκό όργανο πιστοχρεώσεων, που ήταν επίμηκες ξύλινο στέλεχος, στο οποίο οι συναλλασσόμενοι χάραζαν με αιχμηρό όργανο έτσι ώστε κάθε χαρακιά να αντιστοιχεί σε συγκεκριμένη δοσοληψία προκαθορισμένης… … Dictionary of Greek
σύμβολο — το / σύμβολον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμβολον και σύββολον Α 1. παραστατικό σημείο, έμψυχο ον ή πράγμα που αντιπροσωπεύει κατά σύμβαση ορισμένη έννοια, τής οποίας αποτελεί την εικόνα, το χαρακτηριστικό γνώρισμα, το έμβλημα (α. «ο σταυρός είναι το… … Dictionary of Greek
τσέτουλος — η, ο, Ν [τσέτουλα] φρ. «έμεινα τσέτουλος» έμεινα χωρίς χρήματα, έμεινα άφραγκος … Dictionary of Greek